- μεταβιβάζεται
- μεταβιβάζωcarry overpres ind mp 3rd sgμεταβιβάζωcarry overpres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μετοχή — Μέρος του λόγου, η φύση και οι ιδιότητες του οποίου ταυτίζονται με εκείνες του επιθέτου και του ρήματος (ρηματικό επίθετο). Δηλώνει συγχρόνως διάθεση και χρόνο. Σχηματίζεται και στις δύο φωνές, στην ενεργητική από τον ενεστώτα (παίζοντας,… … Dictionary of Greek
τηλεφωτογραφία — Σύστημα τηλεπικοινωνίας που προορίζεται για τη μεταβίβαση και λήψη εξ αποστάσεως φωτογραφιών ή σχεδίων. Η αρχή λειτουργίας της τ. είναι σε γενικές γραμμές όμοια με αυτή της τηλεόρασης, με τη διαφορά ότι η αναπαραγόμενη εικόνα αποτυπώνεται σε ένα… … Dictionary of Greek
αέριο — Σώμα σε κατάσταση τέτοια που δεν χαρακτηρίζεται ούτε από το σχήμα ούτε από τον όγκο του και αυτό οφείλεται στη σχεδόν πλήρη ελευθερία κίνησης των συστατικών σωματιδίων του και των σχετικά μεγάλων αποστάσεων μεταξύ τους. Η ύπαρξη χώρου μεταξύ των… … Dictionary of Greek
κληρονομικότητα — Μεταβίβαση των χαρακτήρων ενός ατόμου στις επόμενες γενιές, η οποία πραγματοποιείται με τη σύζευξη των γεννητικών κυττάρων (γαμέτες) των γονέων και την ανάμειξη του γενετικού τους υλικού. Η μεταβίβαση αυτή ακολουθεί καθορισμένους νόμους, που… … Dictionary of Greek
τηλεόραση — Μεταβίβαση σε απόσταση, μέσω καλώδιου ή ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων, και λήψη εικόνων. Η λειτουργία της τ. στηρίζεται σε ένα φυσικό φαινόμενο, που επιτρέπει τη μετατροπή των εικόνων σε ιδιαίτερη ηλεκτρική τάση. Ο σχηματισμός μιας ασπρόμαυρης… … Dictionary of Greek
υδροστατική — (ή στατική των υγρών). Είναι η μελέτη των μηχανικών ιδιοτήτων των υγρών σε ήρεμη κατάσταση. Η γνώση των νόμων της υδροστατικής ανάγεται στην αρχαιότητα· ο Αρχιμήδης (287 212 π.Χ.) μελέτησε κατά τρόπο συστηματικό την υδροστατική. Ο Πασκάλ και ο… … Dictionary of Greek
Τόμσεν — Ν φρ. «νόσος Τόμσεν» ιατρ. τύπος συγγενούς μυοτονίας που συνοδεύεται από μυϊκή υπερτροφία, μεταβιβάζεται κατά τον αυτοσωματικό επικρατή χαρακτήρα και περιλαμβάνει πιθανώς τέσσερεις ή πέντε υποτύπους … Dictionary of Greek
έφαψη — η (Α ἔφαψη) [εφάπτομαι] νεοελλ. βιολ. η «ηλεκτρική» σύναψη κατά την οποία το προσυναπτικό δυναμικό δράσης μεταβιβάζεται στη μετασυναπτική μεμβράνη χωρίς παρεμβολή χημικού νευροδιαβιβαστή όπως γίνεται στις γνήσιες συνάψεις αρχ. 1. άγγιγμα, επαφή,… … Dictionary of Greek
αμφιβληστροειδοβλάστωμα — το Ιατρ. χαρακτηριστικός κακοήθης όγκος τού αμφιβληστροειδούς στα πολύ μικρά παιδιά και τα βρέφη, που μεταβιβάζεται κληρονομικά, συχνά αμφοτερόπλευρος. Πολλές φορές εκδηλώνεται με λευκοκορία (η κόρη τού ματιού δεν έχει χρώμα μαύρο αλλά λευκό).… … Dictionary of Greek
αναγέννηση — I Χρονική περίοδος της ευρωπαϊκής ιστορίας, που ακολουθεί τον Μεσαίωνα.Με τον όρο Α. (ιταλ. Rinascimento, Rinascita Rinascenza,γαλλ. Renaisance), σε αντιδιαστολή προς τον Μεσαίωνα που θεωρείται περίοδος βαρβαρότητας, χαρακτηρίζεται ένα… … Dictionary of Greek